27 Σεπ 2011

απο φλόγα, φωτιά



Τι γίνεται όταν νιώθεις τη φωτιά να πλησιάζει αλλά το μέσα σου είναι λάβα???

Νομίζω μόλις ένιωσα την απειλή εξελίχθηκα. Πριν μια φλόγα ήμουν. Μια φλόγα με προοπτικές …

Και τώρα, τώρα λάβα.

Κάτι μου λέει ότι θα κερδίσω πάλι.

Κάτι μου λέει ότι όλα θα τα καταστρέψω πάλι. Μένω κλεισμένη και κρατάω τους άλλους ασφαλής και τώρα κάτι γίνετε…

Κάτι που θα με κάνει να χυθώ… να κυλήσω.

Όποιος καεί, κάηκε.

Πάνε χρόνια που έχει να μου συμβεί κι είναι τόσο δυνατό που με φοβάμαι…

Μετά θα κλειστώ πάλι…

18 Σεπ 2011

αλα παλαιά...


Δεν ξέρω τι με πιάνει αγόρι μου
καθώς η νύχτα πλησιάζει
καημός που την ημέρα χάνεται
μόλις νυχτώνει μ' αγκαλιάζει
Αγόρι μου

Αγόρι μου αγόρι μου
ανάσα μου και αίμα μου
χαρά μου χαρά μου κι άνθρωπέ μου
Αγόρι μου αγόρι μου
αλήθεια μου και ψέμα μου
κι ατέλειωτε, κι ατέλειωτε καημέ μου

Δεν ξέρω τι με πιάνει αγόρι μου
Καθώς η νύχτα με τυλίγει
μες τις σκιές της πάντα χάνομαι
ψάχνοντας τη χαρά τη λίγη

Αγόρι μου αγόρι μου
ανάσα μου και αίμα μου
χαρά μου χαρά μου κι άνθρωπέ μου
Αγόρι μου αγόρι μου
αλήθεια μου και ψέμα μου
κι ατέλειωτε, κι ατέλειωτε καημέ μου

Μπορείς να κάνεις ό,τι θες
μπορείς και να μη μ' αγαπάς
και να χαρίζεις όπου θέλεις τα φιλιά σου
Πήρα απ' το χέρι σου νερό
να το ξεχάσω δε μπορώ
ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου

Πήρα απ΄το χέρι σου νερό
τώρα θα πάρω τον καημό
και θα γυρίσω στα παλιά μου τα λημέρια
Εκεί που λιώνει η ζωή
εκεί που σβήνει η χαρά
εκεί που χάνονται ο ήλιος και τ' αστέρια


Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση
έκανα στάση στη δική σου γειτονιά
με αγωνίες και καημούς έχω χορτάσει
είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση

Να είχα το κουράγιο
την αγκαλιά σου να την απαρνιόμουνα
να είχα το κουράγιο
στη γειτονιά σου να μην ξαναρχόμουνα

Είχα λουλούδια στην καρδιά και συ μια πέτρα
κάτσε και μέτρα πόσο μου ‘κανες κακό
τι μου ‘χεις δώσει και τι πήρες κάτσε μέτρα
είχα λουλούδια στη καρδιά και συ μια πέτρα

Να είχα το κουράγιο
την αγκαλιά σου να την απαρνιόμουνα
να είχα το κουράγιο
στη γειτονιά σου να μην ξαναρχόμουνα

14 Σεπ 2011

μηλο


.....και η άσχημη μάγισσα, πήρε ένα ακόμα μήλο από το καλάθι του κοριτσιού και είπε ψιθύρισε ευχαριστώ πίσω από τα σαπισμένα της δόντια. «Μπράβο» της είπε μα το κοριτσι δεν το χάρηκε. Κάτι ποιο δραματικό περιμένει κανείς από τις μάγισσες.

Και μετά έκλαψε από ανακούφιση κι ας δεν είχε από την αρχή να φοβάται κάτι. Για εκείνο το κενό μόνο… για το «Μπράβο» που κερδισε με κόπο και δεν μπορούσε να μοιραστει... ίσως για αυτό να κλαίει.

13 Σεπ 2011

Δεν είναι.

Κάνεις μπρος και πίσω γιατί έτσι μπορείς να λειτουργήσεις. Μπρος και πίσω.


Κάνεις μπρος και πίσω γιατί φρικάρεις εσύ και θες να φρικάρεις τον κόσμο. Να μην είσαι η μόνη.

Κάνεις μπρος και πίσω γιατί τρέμεις την αλήθεια σου. Κι έτσι, την πετάς στα μούτρα του άλλου, να φύγει από πάνω σου.

Κάνεις μπρος και πίσω για να μοιράσεις ευθύνες στα θέλω σου. Που σε έφτασαν εδώ. Που ακόμα τα θέλεις.

Κάνεις μπρος και πίσω γιατί έτσι νομίζεις είναι καλύτερα . Δεν είναι κούκλα. Δεν είναι.

12 Σεπ 2011

....



του έλεγε για τ αστέρια και εκείνο του χάριζε αστεράκια της θάλασσας....

3 Σεπ 2011

δικο σου.


Μη κοιτάς.

Η μάλλον κοίτα… δες γιατί δεν έχω άλλο τρόπο.

Οκ. Έχω κι άλλο τρόπο αλλά φοβάμαι. Με ξέρεις … πάντα φοβάμαι.

Μου λείπεις, σου θυμώνω, τα βάζω μαζί μου, μετά φταις  εσύ. Μετά γελάω που τα σκέφτομαι. Μετά κλαίω που δεν φεύγεις από το μυαλό μου και καταλήγω εδώ.

Στο ασφαλές, σου λέω. Στο κουτάκι μου που άνοιξες, σου λέω. Τα περίεργα και τα καλά και τα κακά και τα τρελά μου με τον κίνδυνο να με καταλάβεις. Χαζό. Με έχεις καταλάβει ήδη.

Θα σου πω ένα παραμύθι.

Ένα παραμύθι χωρίς πρίγκιπες και γοβάκια. Ένα παραμύθι για μια σκιουρίνα και ένα ψάρι.



Η σκιουρίνα ήταν ένα πολύ περήφανο, περίεργο εγωκεντρικό πλάσμα. Αχόρταγο. Ήθελα όλα να τα δει και να τα ζήσει και έτσι με τα μικρά της ποδαράκια, γύρισε όλα τα μέρη! Πήγε σε βουνά και σε ποτάμια, σε λίμνες και δάση και δεν σταματούσε να κινεί το κορμί της από δω και από εκεί, να χορτάσει τα μάτια της. Τα πουλιά που γνώριζε στα ταξίδια της, της λέγανε για τη θάλασσα και εκείνη τα σνόμπαρε γιατί φοβόταν. Δεν ήξερε κολύμπι. Το ήξερε ότι αν πήγαινε στη θάλασσα, δεν θα ήταν πια το ίδιο ασφαλής. Δεν θα μπορούσε να βασιστεί στα πόδια της που την πήγαιναν μέχρι τώρα παντού και έτσι, απέφευγε τη θάλασσα. Πέρασε ο καιρός και εκείνη είχε περπατήσει σχεδόν όλους τους δρόμους που είχε ονειρευτεί.



Ένα πρωινό του Νοέμβρη, την βρήκε στους ουρανούς, με ένα φίλο της πουλί, να της δείχνει τα νησιά. Εκείνος κουράστηκε και έτσι προσγειώθηκαν σε ένα από αυτά. Το πιο μακρινό.



Έμεινε εκεί να περπατά και να μαθαίνει. Να μαθαίνει εκείνη. Να μαθαίνει να χαμογελά και πως τελικά, ίσως να μην είναι και τόσο τραγικό να έχεις θάλασσα γύρω γύρω. Να μην μπορείς να φύγεις. Γιατί να πας να φύγεις αν σου αρέσει η παρέα εκεί?



Στις βόλτες της στο λιμάνι, γνώρισε ένα ψάρι. Ήταν ένα πολύ δυνατό ψάρι με μεγάλα πτερύγια και εγωισμό. Δυνατό και περίεργο.



Κάθισε εκεί και άρχισαν να μιλάνε. Το χαζό το ψάρι. ήταν τόσο πολύ δυνατό και δεν το ήξερε! Είχε τόσο μεγάλη αντοχή στο κολύμπι που μπορούσε να γυρίσει όλες της θάλασσες του κόσμου και εκείνο έμενε να κολυμπά μόνο γύρω από το νησί.



-Χαζό! Γιατί δεν ταξιδεύεις??

-Εσύ, γιατί δεν σταματάς να ταξιδεύεις?



Και η σκιουρίνα σκέφθηκε αυτό που είπε το ψάρι, γιατί κανείς δεν την είχε ποτέ ρωτήσει κάτι τέτοιο. Δεν ήξερε τι να απαντήσει γιατί πάλι φοβήθηκε.

Και έκαναν μια συμφωνία. Η σκιουρινα θα άφηνε λίγη από την ελευθερία της και το ψάρι λίγο από τους φόβους τους. Θα ξεχνούσαν το πόσο διαφορετικοί μοιάζουν και θα επικεντρώνονταν στο πόσο ίδιοι είναι.



Ξεκίνησαν λοιπόν να ταξιδεύουν μαζί. Η σκιουρίνα κλείστηκε σε ένα καράβι και ταξίδευε το αιγαίο πάνω κάτω και το ψάρι, άρχισε να κολυμπά πιο μακριά από το νησί, δίπλα στο πλοίο της σκιουρίνας.

Το βράδυ, η σκιουρίνα ανέβαινε στο κατάστρωμα και έσκυβε να δει το ψάρι που κολυμπούσε στα νερά. και το ψάρι έβλεπε τις αντανακλάσεις της στο νερό και έβγαινε λίγο στην επιφάνεια. Συζητούσαν με τις ώες και γελούσαν και μάθαιναν ο ένας τον άλλο.



Καμιά φορά τσακωνόντουσαν γιατί έτσι γίνεται με τους σκίουρους και τα ψάρια που μοιάζουν. Τότε η σκιουρίνα κατέβαινε στα αμπάρια να νιώθει το ψάρι κοντά της και ας μην τη βλέπει και εκείνο κολυμπούσε τόσο κοντά στο σκαρί του πλοίου που ήταν σχεδόν επικίνδυνο.



Και περνούσαν έτσι μέρες, νύχτες, μήνες μέχρι που η σκιουρίνα άρχιζε να αισθάνονται τρελή. Ότι δεν μπορεί δηλαδή να νιώθουν τόσο έντονη την παρουσία ο ένας του άλλου και έτσι, ο εγωισμός έκανε μια βόλτα και την άφηνε να ανέβει στο κατάστρωμα και να ψάξει το ψάρι.



Εκείνο, που ήξερε πια τη σκιουρίνα του, καμιά φορά έκανε το κορόιδο όταν έβλεπε τις αντανακλάσεις της στο νερό. Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα αγάπης, μια επιβεβαίωση ότι δεν χάθηκε, ότι είναι ακόμα εδώ και μετά καθόταν εκεί κριμένος. Να μην τον δει. Να καταλάβει η εγωίστρια σκιουρίνα.



Άλλα βράδια πάλι, πήγαινε πολύ κοντά στο πλοίο και χτύπαγε την ουρά του και η σκιουρίνα ξύπναγε από τον θόρυβο και κρυφογέλαγε κάτω από τα σκεπάσματα της και καμιά φορά λίγο πιο δυνατά, να την ακούσει το ψαράκι, να χαμογελάσει κι αυτό.



Και επειδή αυτό το παραμύθι, δεν έχει τέλος, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Μπορώ να σου πω πως οι θάλασσες δεν τελειώνουν. Και τα νάζια δεν τελειώνουν. Και η άλλη…. Δεν τελειώνει.

Άντε λοιπόν…. Καλά μας πεισματάρικα ταξίδια.. J

1 Σεπ 2011

εικόνες


και πιάσανε δουλεια τα αντισωματα. αυτοσυντήρηση.
εκείνη η φαντασία λίγο μου τα χαλάει. εντάξει... πολύ μου τα χαλάει.
δημιουργει εικόνες. πλαθει το παρόν με τα θέλω μου και μου σερβίρει .... διπλή βότκα να συνέλθω.
χρησιμοποιούμε αυτά που γνωρίζουμε για να φανταστούμε αυτα που μας είναι άγνωστα.
όταν όμως ασυνήδητα καταλήγεις να φτιάχνεις εικόνες που δεν θες να κοιτάξεισ?
εκει σε θέλω...

Αυτά.