9 Απρ 2012

και τραγούδησε και χόρεψε και ήπιε. Πολύ ήπιε. Μέρες τωρα πίνει. Κρυφά. Αυτά που κορόιδευε. Σκατα πάντως. Δε πιάνει. Δεν υπάρχει και λόγος. Δε μεθάει. Σαν σε τιμωρία, δε μεθάει. Τραγουδάει, χορεύει, πίνει, πολυ πίνει αλλα δε μεθάει.
Τα ίδια λέω. Τα ίδια κάνω. Καθε μέρα τα ίδια κάνω. Τα ίδια σκέφτομαι. Ο ίδιος κολωεγωισμός. Το ίδιο πείσμα. Η ίδια απογοήτευση. Το ίδιο ψευτικο χαμόγελο και ξέρεις πιο είναι το καλό? Τώρα κανένας δεν μπορεί να καταλάβει. Κρύβομαι και κανένας δεν με βρίσκει. Μπορεί να μην ψαχνει κιολας κανενας. 
Με διαβάζω και είμαι γλυκανάλατη. Βαρετή. Με βαρέθηκα και εγω. Αντε να έρθει το καλοκαιρι. Οχι οτι θα αλλάξει κάτι... κάτι πρεπει να αλλάξει όμως. Τίποτα δεν θα αλλάξει. Κουνήσου μου φωνάζω αλλα δε με ακούω.
Κουραστηκα. Δε μεθάει. Πίνει. πολύ πινει και δε μεθάει.
Σκατά.

6 Απρ 2012

Μια τζούρα

Κάτω από το ντουζ. Ζεστό νερό. Υδρατμοί παντού. Θολωμένο τοπίο. Κλείνει τα μάτια και σηκώνει το κεφάλι. Τεντώνει το κορμί να χαλαρώσει. και έρχεται μια εικόνα. Μια μόνο. Ανοίγει τα μάτια και κλαίει. Σκουπίζει τα χέρια μόνο στη μαύρη πετσέτα που κρέμεται και προχωρά με βήματα υγρά πάνω στα χαλιά για να φτάσει μέχρι το σαλόνι.
Κάθετε στον καναπέ, στρίβει ένα τσιγάρο και το ανάβει. Κάνει δυο τζούρες, το κοιτά και το πετάει στο πλακάκι πάνω στα υγρά σημάδια. Σηκώνεται και το πατά να το σβήσει με πείσμα αλλιώτικο. Στέκεται και κοιτάει γύρω. Πουτάνα το σπίτι. Δε γαμιέται...

5 Απρ 2012

Ο θανατος και η κόρη

τη βίασαν λέει. 18 φορές. και από τότε πέρασαν 15 χρόνια. Πόλεμος.
και τότε και μέσα της.
Ένα βράδυ που πάλι κοιμόταν από τον φόβο της ελαφρά, ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μαζί με τον σύζυγό της και εκείνη αναγνώρισε τη φωνή του βιαστή και βασανιστή της.
Περίμενε να κοιμηθει ο άντρας της, χτύπησε με - το κρυμμένο πάντα στο συρτάρι της - όπλο τον βιαστή και τον φίμωσε με το εσώρουχό της. Τον έδεσε έπειτα στην καρέκλα και έβαλε μουσική.....

'Επλενε τα ποτήρια και έκλαιγε μέσα της.
τραγουδαγε κάτι για υποσχέσεις. Μέσα της. Άφησε το ποτήρι να πέσει από τα χέρια της. Το άφησε να σπάσει και μετά κοιτούσε τα γυαλιά στο νεροχύτη. Πήρε ένα μικρό κομμάτι και άρχισε να κόβει τα χέρια της. Κάπου κάποτε, είχε διαβάσει ότι όταν κόβεις τον σώμα σου, ένα τμήμα της θλίψης απελευθερώνεται και φεύγει μαζί με το αίμα. Το δικό της αίμα.
Ξέπλυνε τα χέρια της, πηγε μέχρι το μεγάλο μπάνιο και τα σκούπισε στη μαύρη πετσέτα. Δεν μπήκε στον κόπο να καλύψει τις πληγές. Γιατί άλλωστε?

Τον ζήλευε παράφορα. Τον θεωρούσε κτήμα της και τμήμα της. Όχι αγάπη...κάτι άλλο. έλεγε το χέρι του χέρι της και το κορμί του κορμί της. Την χώρισε γιατί τον πίεζε λέει και τώρα βολτάρει με μια ξανθιά εκείνος. Εκείνη πέθανε. Μέσα της. Πέθανε.


Πήρε το μπουζούκι που είχε αφήσει στον καναπέ, τα κλειδιά από το τραπεζάκι που έκαιγε το καντήλι και έφυγε. Περπατούσε αργά για εκείνον, γρήγορα για όσους τον έβλεπαν. Έφτασε, έκατσε στο μάρμαρο και άρχισε να βρίζει .... μαλάκα! Με παράτησες μόνο μου! μετά τραγούδι.... "μες τη ζωή τα μπλέξαμε κι είμαστε παραβάτες..." Μαλάκα. Με άφησες μόνο μου.


Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Ωραία μάτια. Ωραίο κορμί. Καλή είναι και σήμερα. Τύλιξε ένα χρωματιστό φουλάρι στο λαιμό. Έμεινε να στέκεται για λίγο. Ήθελε να το σφίξει γύρω από το λαιμό της δυνατά. Ήθελε να μπορούσε, να είχε τη δύναμη να πνίξει το μέσα της. Αλλά όχι. Φυσικά δεν την είχε. Έβαλε κραγιόν και έφυγε για τη δουλειά.

Κράτησε το νιπτήρα με τα χέρια της. Πίεζε το κορμί της πάνω του και κοίταγε στον καθρέπτη. Κοίτα τι σου είναι μισό κιλό ρακί... δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει μια ξένη. μετά σκούπισε τα μάτια της προσεκτικά, να μη φύγει το μολύβι και βγήκε στο μαγαζί που ήταν γεμάτο κόσμο. Σκούντηξε το μέσα της... "έλα κυρία άγνωστη! χαμογελάμε τώρα!"