30 Ιουν 2008

Πάσο...




Είχε περάσει κάμποσες φορές από το μυαλό της αυτό το ταξίδι, μα πάντοτε το ανέβαλε. Δεν ένιωθε πως είχε έρθει ακόμα η ώρα να γνωρίσει την Θεσσαλονίκη. Γιατί ο κάθε τόπος, έχει τις δικές του ανάσες, τις δικές του ιστορίες και αναμνήσεις και πρέπει να τον σέβεσαι. Πρέπει να σε καλέσει κοντά του. Άκουγε μόνο για εκείνη. Όμορφη την λέγανε...
Πριν μια σχεδόν εβδομάδα, είχε γνωρίσει τον Θόδωρο. Και κάτι έγινε. Από το πουθενά. Εκείνος μαζεμένος πολύ. Της έκανε εντύπωση που δεν μπορούσε να τον ψυχολογήσει.. από την εμπειρία της, είχε μάθει να προσέχει τους ανθρώπους που δεν έχουν καθάριες αντιδράσεις, αβίαστες. Να φυλάγεται από εκείνους που μετράνε τις λέξεις , που σκέφτονται πολλές φορές πριν μιλήσουν γιατί, η αλήθεια είναι ουσία λεπτή... με την πολύ επεξεργασία, χάνετε από τις λέξεις...
Έτσι ήταν ο Θόδωρος. Όχι όμορφος, μα με έναν αέρα αλλιώτικο που την τραβούσε κοντά του. Πρώτη φορά που χρειάστηκε να μιλήσει σε άνθρωπο, αποκλειστικά και μόνο με τα μάτια και τις κινήσεις του σώματος... και εκείνος έτσι της μιλούσε και παρόλο που η Ελπίδα ένιωθε πως συναινοούνταν απόλυτα, υπήρχαν και εκείνες οι φορές, που το αμφισβητούσε. Που έμπαινε στον πειρασμό να πιστέψει πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασία της. Και εκείνες τις στιγμές, παλλόταν ολόκληρο το είναι της, γιατί η ψυχή, το ψέμα το νιώθει... το ξεχωρίζει...
Τέσσερις μόλις μέρες μετά την αναχώρηση του Θόδωρου, η Ελπίδα ήταν στο τρένο. Βραδινή κλινάμαξα για Θεσσαλονίκη. Τα χαράματα θα ήταν εκεί. Ξάπλωσε στην κουκέτα και βυθίστηκε στον ρυθμικό ήχο του τρένου πάνω στις ράγες... έτσι πρέπει να είναι όλα... σκέφτηκε ρυθμικά να ξεκινάνε με ταξίδι...
Ένιωσε το βαγόνι να ακολουθεί τη μηχανή και έκλεισε τα μάτια της. Το επόμενο πράγμα που θα έβλεπε, θα ήταν η Θεσσαλονίκη. Αποκοιμήθηκε...
Πέντε και τέταρτο, ο εισπράκτορας άρχισε να φωνάζει και να χτυπά ένα κλειδί σε κάθε καμπίνα. Να ξυπνήσει ο κόσμος. Ξύπνα σου λέω... φτάσαμε!
Στον διάδρομο δεν υπήρχε κανείς, πέρα από τους συνταξιδιώτες της και μια γιαγιά, σε ένα παγκάκι. Φορούσε μαύρο μαντίλι στα μαλλιά και κοιτούσε, τα σταυρωμένα χέρια της. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για λίγο και η Ελπίδα χαμογέλασε ταυτόχρονα με την γιαγιά. Την χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού της και πήρε να ψάχνει την έξοδο.
Ο Θόδωρος κατευθυνόταν προς το μέρος της. Ναι... ωραία η Θεσσαλονίκη..
Ίσα που ξεκίνησε να φωτίζει η μέρα όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο και έκαναν μια βόλτα στην πόλη που αργοξυπνούσε ακόμα. Λευκός πύργος, παραλία, πανεπιστήμια, λιμάνι, πύργος του ΟΤΕ.. εκείνος να παρουσιάζει έναν κόσμο γνωστό και ταυτόχρονα καινούργιο, και εκείνη να ρουφάει άπληστα κάθε λεπτομέρεια.. κάθε εικόνα... Ξεκίνησαν για Τούμπα. Εκεί θα έπιναν καφέ... στο σπίτι του Δημήτρη.
Πόσα έλεγαν τα μάτια του... Θεέ μου πόσα... η ανάσα του.. και όμως τα χείλη, λέξη δεν είπαν.. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Γιατί το έκανε αυτό?Ήλπιζε εκείνη, να χαλαρώσει κάπως... μπορεί στην παραλία που είχαν σκοπό να πάνε το μεσημεράκι να ήταν καλύτερα... μπορεί να φταίει το ξύπνημα το πρωινό...μπορεί, μπορεί, μπορεί.. μπορεί να μην αισθάνεται τίποτα γι σένα ξεκόλλα επιτέλους!Φώναζε στον εαυτό της. Σου αρέσουν τα δύσκολα.. για αυτό σκαλώνεις... δεν θα τραβούσε την προσοχή σου αν δεν ήταν τόσο ... τόσο απροσδόκητα οικείος.. και έπειτα έπιανε πάλι τον εαυτό της να τον χαζεύει....
Έτσι πέρασαν τέσσερις μέρες... μόνο στον ύπνο δεν ήταν μαζί αλλά και πάλι... τίποτα δεν είπε... τίποτα. Η Ελπίδα, του έδειξε... προσπάθησε δηλαδή , να του δώσει να καταλάβει τι ακριβώς αισθάνεται και εκείνος, έμοιαζε να καταλαβαίνει τα πάντα αλλά παρ όλα αυτά να μην κάνει καμία απολύτως κίνηση... πόσο την είχε μπερδέψει... ήθελε να τον πάρει αγκαλιά... ήθελε να την φιλήσει μέσα στη θάλασσα... Παράνοια. Από τη μία ναι, μα από την άλλη όχι...
Το τελευταίο βράδυ τους δίπλα στη θάλασσα, είχε έναν ουρανό γεμάτο αστέρια... σχεδόν να βρέχει αστέρια... ξαπλωμένοι και οι δύο στην αμμουδιά, να κοιτάζουν ψηλά... και όλα όσα είχε εκείνη ονειρευτεί για ένα βράδυ σαν κι αυτό, δεν συνέβησαν ποτέ...
Η επιστροφή ήταν άτσαλη... μα δεν θέλει και πολύ να το καταλάβει κανείς... το τρένο γεμάτο ... στριμωγμένη στο λεωφορείο, έφτασε σε λημέρια γνωστά... Αθήνα. Εκείνος στο μυαλό της ακόμα. Πάσο... ψιθύρισε.. δική σου η επόμενη κίνηση...
Στην αναμονή..




19 Ιουν 2008

Μην καπνίζεις τόσο.. σ αγαπώ..

Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Στο άκυρο πάλι. Στο πουθενά πλάι εγώ. Και απάντησα. Και πάλι σε άκουγα στην γραμμή... την ανάσα σου βασικά, γιατί δεν έχεις πια κάτι να πεις...

Ήρθε και το μετά, μετά που χάθηκα στο σκοτάδι... Ζήσαμε... μπορεί τα πάντα. Μπορεί και τίποτα... Πιο πιθανό τα πάντα.
Όλα όσα πονάνε, από το τίποτα ξεκινούν... γιατί το τίποτα είναι η αφετηρία του κόσμου... κι ένα δάκρυ.. το δικό μου πες, από το τίποτα ξεκινάει... συλλέγει τα συστατικά του από το κορμί και δημιουργείτε .. γρήγορα μεν.. αλλά από το τίποτα...

Το τίποτα το δικό μου είσαι εσύ... Ήσουν εσύ δηλαδή... Πριν από χρόνια... Πολλά.. δεν τα μετράω πια...
Από το τίποτα του πριν, φτάσαμε στο τώρα και φοβάμαι να το πω... την αλήθεια φοβάμαι... Δοκίμασα... πολλές φορές δοκίμασα, μα βραχνιάζει η φωνή και ψίθυρος δεν βγαίνει...

Μην καπνίζεις τόσο.. σ αγαπώ..

Μόνο τα δικά μας τα τσιγάρα, έχουν γεύση... μα το θεό! Δεν έχω κάνει πιο δυνατά τσιγάρα από αυτά, που το χέρι σου μου έφερνε στα χείλη... μετά. Μετά από την βόλτα του στα δικά σου...

Μεγάλες καύτρες έκαναν τα τσιγάρα μας...

Ναι, φοβάμαι να σε δω.

Ορίστε λοιπόν. Το παραδέχτηκα... πως αλλιώς... αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι...

Κανονικά, θα πρεπε να σκέφτομαι τα σχόλια του Νίκου... με ρώτησε αν θα ποστάρω τίποτα και του είπα ναι... ήθελα να γράψω είναι η αλήθεια, κάτι αστείο... κάτι να χαμογελάσουν όσοι έχουν μείνει στην Αθήνα... "οι εγκλωβισμένοι" που τους λέω... και μετά... μετά χτύπησε το τηλέφωνο.

Γιατί αυτό είσαι ... το πάντα το δικό μου, το κόκκινο και το γαλάζιο μου... και ναι, φοβάμαι... πως αλλιώς.. αφού Ακουστά σ’έχουν τα κύματα,πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς...

Παίζει μουσική... Βασίλη βασικά...άλλη κατηγορία...

Πως τα φέρνει όμως ο καιρός... τα ξέρω και τα θέλω τα μπερδεύει και τα χωρίζει. Το ένα στους ουρανούς, το άλλο στους βυθούς.. και ή που θα καείς από τον ήλιο, ή που θα πνιγείς από το νερό... ανάλογα πιο έχεις βάλει στο μάτι... γιατί όλα δεν μπορείς να τα έχεις πάρα μόνο μία φορά στη ζωή σου, και αν το κατάλαβες, έχει καλώς αλλιώς game over φιλαράκο..

Καλύτερα να έγραφα κάτι κοινωνικό... κάτι σαν αυτό που ανέβασε η Πηνελόπη... πολύ μου άρεσε!!! Και το όνομα μου αρέσει... συμβολίζει... δύναμη, υπομονή, εξυπνάδα...(αν γράψω κάνα επίθετο ακόμα, θα νομίζει η κοπέλα ότι την ερωτεύτηκα... αλλά όχι.. το όνομα ερωτεύτηκα... έτσι, στο πουθενά και στο τίποτα... στο τώρα μάλλον...)

Έτσι την πατάω πάντα... στο τώρα.. και εθελοτυφλώ στο μετά... λένε ότι αν βλέπεις και τις τρις διαστάσεις (το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον) , δύσκολα πολύ, θα κάνεις λάθος... μόνο αν το επιδιώξεις... γίνονται όλα λέει συνειδητά.. Και αυτό είναι ωραίο τώρα??

Έχω κουραστεί να βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο... και ο τοίχος με βαρέθηκε νομίζω... και εσύ σίγουρα, που σε έχω πρήξει με τις φλασιές μου τόση ώρα... αν έφτασες μέχρι εδώ δηλαδή..Αμφιβάλω...

Κάποιος είχε γράψει για την θάλασσα... ο Άρης νομίζω μα δεν είμαι και σίγουρη... έλεγε λοιπόν πως η θάλασσα δεν έχει χρώμα. (Ναι. Ο Άρης...) Μια ψευδαίσθηση το γαλάζιο της. Σαν,σα να το ανακάλυψα τώρα... όχι για τη θάλασσα, για σένα. Έτσι νιώθω... Μα δεν μου είπες ψέμματα και δεν μπορώ να θυμώσω... ούτε να κλάψω μπορώ. Έτσι και αλλιώς δεν θα το έκανα... τα μεγάλα κορίτσια δεν κλαίνε... τουλάχιστον φανερά...

Ψέματα... ψέμα σου λέω και κουράστηκα... και ο τοίχος μου δεν είναι εδώ...

Για εκείνη την μια, την μοναδική φορά που χτύπησε το τηλέφωνο σου είπα? Χαμογέλασα και όταν με έπιασα... με μάλωσα, όπως μαλώνουν τα παιδιά, όταν βουτάνε το χέρι στο μέλι που είναι για φίλεμα..

Πονάει λίγο το δέρμα μου... από τον ήλιο δηλαδή... ήμουν στην θάλασσα την Κυριακή.. εσύ... εσύ ήσουν στο μυαλό μου...

Λέω να κλείσω εδώ το παραλήρημα... να κάνει και τα σχόλια του ο Νίκος...

Μην καπνίζεις τόσο σ αγαπώ.. και να προσέχεις...










Έχω τόσα βράδια να σε δω και περιμένω..
μέσα μου ένα άλογο τυφλό,αγριεμένο
μη καπνίζεις τόσο,σ' αγαπώ..και να προσέχεις
μη σε πάρει συννεφο λευκό και να μη τρέχεις..

Πόσο μου λείπεις πόσο μου λείπεις..

Ένα τηλεφώνημα προχτές μη μου αλλάζεις..
πάγωσε στα χείλια ο καφές μη με ξεχάσεις..
μια φωτογραφία δυο διπλά και στην υγειά σου
δυο τσιγάρα όπως μια φορά κι όλα δικά σου


Πόσο μου λείπεις πόσο μου λείπεις...

Πέρασαν δυο μήνες σε ζητώ και με πονάω
κόλλησαν οι δείχτες στο κενό και πού να πάω
Πόσο μου λείπεις..Εχω κάποια βράδια να σε δω..
πόσο μου λείπεις..Μέσα μου ένα άλογο τυφλό..


Πόσο μου λείπεις πόσο μου λείπεις...



UPDATE Η αρχική ανάρτηση είναι εδώ.

16 Ιουν 2008

Σημαδούρα...




Χθες ταξίδευα πάλι.... Και ταξίδι δίχως θάλασσα δεν νοείται.

Με την ανάσα της στα πνευμόνια μου, περπάτησα μέσα της. Ανάμεσα στην άμμο και τα βράχια... βούτηξα και άνοιξα τα μάτια...σχεδόν άγγιξα το βυθό της. Είναι τα πρώτα μπάνια και η ανάσα μου, δεν βαστάει για πολύ...
Με έκοβε. Σχεδόν πνιγόμουν από την ομορφιά της. Από την πίεση της. Φύσαγε δυνατά. Πάντα έτσι είναι στο Λουτράκι. Μανιασμένη, χτυπούσε πάνω στα βράχια το κορμί της. Τα κύματα της να βρέχουν τους περαστικούς.. γέλια και φωνές. Και παγωτό μπανάνα δίπλα της. Αλμύρα...

- Εφόσον γνώρισα ένα άνθρωπο κάποτε, που μου έδινε τα πάντα. Όλα όσα ήθελα και όλα όσα μισούσα. Εφόσον συνειδητά επέλεξα, ότι δε το αντέχω, οτι είναι πολύ δυνατό για μένα. Εφόσον το άφησα στο έλεος του, υπάρχει πιστεύεις, λόγος να ελπίζω σε ακόμα μια τέτοια συνάντηση μέσα στη ζωή μου?
- Ξέρεις τι λέω εγώ? Όλα είναι σαν τα μαλλιά... όσες έχουμε ίσια, θέλουμε σγουρά. Όσες έχουν σγουρά, παρακαλάνε για ίσια... καμία σχέση δεν είναι τέλεια.
- Θυμάμαι.. νοσταλγώ καλύτερα. Νοσταλγώ λοιπόν την εικόνα του, μέσα στη θάλασσα... Τον τρόπο που στεκόταν στα ρηχά.. που σήκωνε τα χέρια και πηδούσε μέσα της και εκείνη τον έκρυβε στα σπλάχνα της...και όταν, όταν έβγαινε στην επιφάνεια και τίναζε το κεφάλι... έπαιρνε ανάσα... Δυο ουσίες που λατρεύω, η μια μέσα στην άλλη...
- Εξιδανικεύεις.. δεν νομίζεις? Του αξίζει?
- Ξέρω το πολύ, να το μετράω. Ξέρω και τα λάθη μου να τα παραδεχθώ. Ναι τον εξιδανικεύω όταν μου λείπει... ανόητη συνήθεια να θυμάμαι μόνο τα όμορφα... μπας και αντέξω...
- Δεν του καταλογίζεις ευθύνες?
- Όχι περισσότερες από αυτές που καταλογίζω στον εαυτό μου...
- Ο Πάνος, τι φταίει να τον συγκρίνεις μαζί του?
- Αυτό είναι αναπόφευκτο... όποιος κι αν έρθει, θα συγκριθεί ... γιατί τον γνώρισα και τον θυμάμαι... γιατί ταιριάζει στη θάλασσα όσο και σε μένα... μόνο για λίγο... μόνο μέχρι να τελειώσει ο αέρας που κουβαλάει... αν δεν βγει στην επιφάνεια, θα τον πνίξει... έτσι είναι και η σχέση μας... για λίγο μόνο... αν δεν πάρουμε ανάσες χωριστές, καταστρέφουμε ο ένας τον άλλο...
- Του τα έχεις πει αυτά?
- Κάποια πράγματα, δεν λέγονται γλυκιά μου... δεν μπορείς ούτε καν να τα περιγράψεις...

Στεκόμουν και κοιτούσα τον ουρανό... τέσσερις αχνές μουντζούρες.. σύννεφα... στα βαθιά, έβλεπε κανείς τα κύματα να φτιάχνουν αφρούς... αέρας και χρόνος.
Χρόνος, όπως το τώρα που δεν χορταίνω.. το πριν που πέρασε, το μετά που θέλω να με εκπλήξει, αλλά εκείνο επιμένει να είναι προβλέψιμο στα μάτια τα δικά μου...
Το νερό, είναι κρύο. Όσο πρέπει κρύο...
Το μετά, ήρθε και πέρασε... καμία αλλαγή... μόνο μια σημαδούρα στην θάλασσα που δεν την νοιάζει.. δεν την νοιάζουν μήτε τα σύννεφα, μήτε το κρύο νερό.. και ο χρόνος που περνάει, ούτε αυτός την νοιάζει...

Σήμερα λοιπόν, θα θελα να μουν σημαδούρα κόκκινη σε μια θάλασσα γαλάζια που κάποτε είχες αγγίξει... κι αν δεν γίνετε, τι να πω.. ας γίνω τουλάχιστον παρατηρητής ... της στιγμής εκείνης που τα χέρια ενώνονται και σηκώνονται ψηλά... της στιγμής που η θάλασσα αγγίζει το πρόσωπο...

14 Ιουν 2008

Εσύ με ταξιδεύεις...


Δεν μπορώ να σε ξεχάσω πάει τέλειωσε ... δεν μπορώ σου λέω.. τα έκανα όλα ένα και όλα τίποτα...

Η ζωή μου η παλιά
Ξεθώριασε και έλιωσε


Οι δρόμοι κλείσανε για μένα , όλα με αδιέξοδο μοιάζουν και εγώ, εγώ η τρελή παίζω με τους στίχους...

Εσύ με ταξιδεύεις, εσύ με κυβερνάς
Εσύ με κυβερνάς


Μια νύχτα θα ξυπνήσω, θα καπνίσω ,"Σ'αγαπάω" θα σου πώ, μα θα κοιμάσαι... γιατι τα σημαντικά και αυτά που φοβάμαι, δεν τα λέω δυνατά... τα ξορκίζω με σιωπή.. δεν είμαι καλή στο να εκφράζω τους φόβους μου... πόσο μάλλον να τους λέω κιόλας... Θα ναι, σαν να παραδέχομαι ότι σε έχω ανάγκη... (με τα τραγούδια δεν μετράει) θα ναι σαν να παραδέχομαι ότι είμαι αδύναμη... ήθελα να είχα ένα ραβδάκι μαγικό... να σε κάνω...

το φόβο μου να νιώσεις
να με ψάξεις, να με σώσεις
"Είμ'εδώ, κοντά σου είμαι, μη φοβάσαι" να μου πεις
"Ειμ'εδώ, κοντά σου είμαι, μη φοβάσαι"

Δεν μπορώ να σου ξεφύγω ,κι ας τ'ορκίστηκα.Με τα χέρια μου ανοιχτά,στο σώμα σου γκρεμίστηκα ... κάποια στιγμή , κάποια μέρα που οι άμυνες χαμήλωσαν... που η ανάγκη επιβλήθηκε στον εγωισμό... Ένα πρωινό δίπλα στη θάλασσα.. και εγώ να νιώθω μέσα της...

Και πρέπει κάποτε να το παραδεχτώ, πως άσχετα με όσα ζώ, όσα περνάω, όσες φορές και αν γελάω δυνατά, να κοροϊδέψω την ανάγκη....
Ο κόσμος έσβησε για μένα
Εσύ με ταξιδεύεις,εσύ με κυβερνάς
Εσύ με κυβερνάς ......

11 Ιουν 2008

Μπορεί και όχι.


Θα ήθελα να μιλήσουμε... Κάποια στιγμή... όποτε μπορέσεις δηλαδή. Όχι... όχι δεν είναι και επείγον. Όχι μην ανησυχείς. Όλα good!
Βασικά... βασικά καλησπέρα σας... φλασιές... όταν θες να πεις και για τα δυο. Και κάτι αστείο και κάτι που δεν σηκώνει αστεία... Βασικά καλησπέρα σας ,το λοιπόν...
Έχεις θυμώσει. Φυσικά και το κατάλαβα. Δεν μου μιλάς. Ούτε και εγώ, για να λέμε του στραβού το δίκαιο. Κάτι έκανα πάλι. Καμιά μαλακία. Το συνηθίζω άλλωστε. Μπορεί και όχι. Θέλω να σου μιλήσω. Όχι. Όχι. Να σε δω θέλω και να μείνω στη σιωπή. Γιατί δεν θέλω να συζητήσω. Γιατί ξέρω ότι φταίω. Το γιατί, στην προκειμένη, δεν με νοιάζει. Με κουράζουν τα αστεία. Μερικές φορές δηλαδή. Όταν δεν έχω όρεξη. Σήμερα έχω. Θα πούμε καμία μαλακία.. να γελάσουμε. Γελάμε πιο δυνατά, όταν γελάμε μαζί. Κι ας είμαστε μακριά. Με κάποιο χαζό τρόπο γίνονται ένα. Για το γέλιο μας λέω.
Αυτά. Και κάτι ακόμα. Μπορεί και όχι. Δεν ξέρω. Ξανά έπιασε ζέστη ρε γαμώτο. Εκεί βρέχει. Πόσο να έχει το εισιτήριο για να έρθω αύριο? Μισό. Μπα. Πανάκριβο είναι. Δεν συμφέρεις μάνα μου! Έλα εσύ. Σε παίρνει. Αλλά ξέχασα... την είδες μόνιμη την φάση. "Ότι είναι καλύτερο για σένα". Λέω κάτι τέτοια κορυφαία καμιά φορά. Κανονικά έπρεπε να σου κλείσω το τηλέφωνο ή να φωνάξω καμιά βρισιά ή να αρχίσω να κλαίω. Κάτι τέλος πάντων, να ξεκατινιαστώ. Αλλά όχι. Αυτό θα με φάει. Κανε ότι νομίζεις. Φυσικά και με νοιάζει αλλά από ότι φαίνεται δεν μου πέφτει λόγος. Έλα. Κερνάω διαδικτυακό καφέ. Σου αρέσει ο καφές ε? Ναι. Σου αρέσει. Κακές συνήθειες... μπορεί να κάνουμε και κάνα τσιγάρο. Από τα δικά σου όμως. Και τι θα καταλάβω? Τι θα καταλάβεις? Άκυρη η πρόσκληση. Βασικά καλησπέρα σας... Σε αυτά που έρχονται στο μυαλό μου καλησπέρα. Σε αυτά που δεν νιώθεις καλησπέρα... Πέρασε η ώρα...Ιδέα μου. Πάνε και έρχονται τα αυτοκίνητα. Το pc στο σπίτι ακόμα επαναστατεί. Μα δεν βαρέθηκε? Εσύ? Εσύ, δεν βαρέθηκες? Είσαι στη χώρα των υπέροχων κοριτσιών. Καλά να περνάς. Από την ντεκαυλέ Ελλαδίτσα, μια ευχή. Καλά να περνάς.

6 Ιουν 2008

Απλά άκυρο...

Πάει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που χώρισε με τον Βασίλη. Πότε πέρασε, ούτε η ίδια δεν κατάλαβε... Πριν κάνα μήνα, γνώρισε τον Παντελή. Την έκανε να γελάει. Έτσι απλά και αυτό μόνο. Θεώρησε πως ήταν καιρός να προχωρήσει..

Με τον Βασίλη ήταν μαζί από παιδιά. Σκανταλιές και πρωτιές της ζωής, μαζί τις περάσανε... Έζησαν πολλά. Απόσταση, τσακωμούς, ναρκωτικά, μπελάδες γενικότερα.. Έζησαν και από τα άλλα όμως... αγάπη, πάθος, δύναμη, τρέλες, ταξίδια, τσαχπινιές, καλό κρεβάτι... σαν να ήταν πραγματικά κομμάτι ο ένας του άλλου. Η Ευτυχία, μια θεωρούσε μαγικό, σημάδι πες, το ότι ταίριαζε απόλυτα ο ένας στα κενά του άλλου, μια πίστευε ότι μεγάλωσαν μαζί και τα σώματα τους διαμορφώθηκαν έτσι. Για να ταιριάζουν απόλυτα. Σαν ένα περίεργο παζλ. Αν μια λέξη έπρεπε να πει για να περιγράψει τους δυο τους, την λέξη ένταση θα χρησιμοποιούσε Περιέγραφε όλες τους τις κοινές στιγμές... Ένιωθε άλλοτε ότι είχε άντρα δίπλα της, άλλοτε παιδί. Μωρό παιδί. Εντάξει... δεν γινόταν ποτέ, τις κατάλληλες στιγμές αυτό. Όταν μιλούσαν σοβαρά για παράδειγμα, ο Βασίλης γινόταν παιδί. Από το παυθενα. Και ήθελε εκείνη να τον πάρει αγκαλιά. Να του πει ότι όλα θα πάνε καλά. Ήξερε τις σκιές του. Του προσώπου του. Ήξερε και εκείνος τις δικές της. την καταλάβαινε όταν "έφευγε" και της έκανε χώρο...όταν ταξίδευε, ενώ δεν έπρεπε, όταν παρασυρόταν από τις λέξεις και άφηνε το μυαλό της ελεύθερο, την ταρακούναγε. Την έφερνε στη γη. Μπορούσε να το κάνει αυτό. Τον ευχαριστούσε για αυτό. Τα "ταξίδια της", ήταν ατελείωτα κάποιες φορές και μόνο εκείνος ήξερε πότε πρέπει να την επαναφέρει. Πότε ήταν το "αρκετά. μέχρι εδώ αυτή τη φορά"... Το μυαλό της ο Βασίλης, μπορούσε να το ελέγξει. Όχι επειδή ήταν καιρό μαζί. Όχι για αυτό... απλά μπορούσε να διαβάζει ο ένας τον άλλο. Εύκολα. Βάσανο είναι αυτό. Και για τους δύο ήταν βάσανο...

Τον Παντελή τον γνώριζε καιρό. Δεν τον είχε προσέξει ποτέ έτσι. Ένα βράδυ βγήκαν με μια κοινή τους παρέα και μέθυσαν. Πήγε εκείνη να πλύνει τα χέρια της και ο Παντελής την κόλλησε στον τοίχο και την φίλησε. Ακόμα και μέσα στο μεθύσι της, μπορούσε να καταλάβει οτι το φιλί του ήταν άτσαλο. Άμαθο... Με πάθος συσσωρευμένο. Ξεκίνησαν να περνάνε χρόνο μαζί. Δεν της πήρε καιρό να καταλάβει, ότι πρόκειται για έναν πολύ ντροπαλό και συναισθηματικό άνθρωπο. Αυτά ήταν, ξένα χωράφια για την Ευτυχία. Μπορούσε να κουμαντάρει την ένταση, με την ψυχραιμία της αλλά την απόλυτη γαλήνη, δεν μπορούσε να την χειριστεί. Γινόταν νευρωτική ώρες ώρες. "Παλία κουσούρια" συνήθιζε να λέει. Με τον Παντελή, έκανε όλα όσα ήθελε να κάνει. Ατελείωτους περιπάτους, ήρεμες αγκαλιές. Την κοιτούσε στα μάτια και πόσες φορές την κυνηγούσε στα μονοπάτια του μυαλού της. Έτρεχε από πίσω της. Της έλεγε να του εξηγεί. Στην αρχή το έκανε. Μετά κουράστηκε. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στα γέλια τους, της είπε να μην απομακρύνει το βλέμμα της. Να μην "φεύγει" όπως συνήθιζε πολλές φορές. Να μην το κάνει γιατί τον φοβίζει. Και το έβλεπε πως της έλεγε αλήθεια, μα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Εκείνος σώπαινε όταν ξεκινούσε. Μια φορά μάλιστα έφυγε. Απλά έφυγε... Πόσο παράξενο φάνηκε αυτό στην Ευτυχία. Την έκανε να γελάει ο Παντελής. Με την αθωότητα που κουβαλούσε, παρά τα χρόνια του... Με τον τρόπο που την κοιτούσε περιμένοντας την επόμενη λέξη της. Προσπαθούσε να της επιβληθεί στο κρεβάτι. Να την αγαπήσει κιόλας ταυτόχρονα. Μα δεν ήξερε πως και εκείνη του έδινε χρόνο... Τραγούδαγε κιόλας... της ψιθύριζε στίχους ο Παντελής...

Διαφορετικοί. Αυτό ήταν οι δυο τους. Διαφορετικοί.. Χαμένοι στο πριν, το τώρα, το μετά.
Η Ευτυχία, η παράξενη γυναίκα με το όλο υποσχέσεις όνομα, ήταν στην μέση. Στη μέση του δρόμου της. Διασταύρωση και πίσω δεν μπορούσε να γυρίσει. Όχι ότι έπρεπε να διαλέξει. Δεν θα το έκανε ούτως η αλλιώς. Μα τι είναι αυτό που μας κυριεύει ώρες ώρες... Τι είναι αυτό που μας ταρακουνάει από τις βολικές θέσεις μας στο μπαλκόνι της ζωής?
Αν η μόνη λύση για να ξεκουνηθούμε, είναι να πέσει το μπαλκόνι, άστο να πα να γαμηθεί... Και κάτι άλλο. Γιατί όλοι λένε ότι ο χρόνος είναι γιατρός? Τι σημαίνει η εντολή "πάρε λοιπόν μια απόφαση"? Πως καταλαβαίνεις ότι ξεπέρασες κάποιον, ενώ ταυτόχρονα τον αγαπάς? Πρεπεί να μισήσεις για να σταματήσεις να σκέφτεσαι? Πως καταλαβαίνεις ότι ερωτεύτηκες? Φτάνουν δυο χαμόγελα? Δυο μουδιάσματα του κορμιού, ίσως?
Ποιος βάζει τους κανόνες τελικά και... υπάρχουν "πίστες" στην ζωή???

3 Ιουν 2008

Σαν τους φαντάρους...

Είμαι λιγουλάκι off αυτές τις μέρες...
Λίγο η δουλειά, λίγο η ζέστη, ευτυχώς σήμερα δρόσισε...
Στο σπίτι, το pc ανέπτυξε πρωτοβουλία και πλέον με ενημέρωσε ότι είναι σε διακοπές...
Επέστρεψα στα κλασσικά λοιπόν. Χαρτί και μολύβι...
Δεν έχω προλάβει να τα "αντιγράψω"... δεν ξέρω αν θα το κάνω βασικά.
Μέσα στην απορία είμαι τις τελευταίες μέρες.. κοιτάζω γύρω μου, και βλέπω ερωτηματικά παντού.. Στην ουσία τους, όλα έχουν μια τάση να πηγαίνουν καλά και μου τη σπάει που "ψάχνω" καταστάσεις... Γαμημένη συνήθεια. Μερικές φορές απλά εύχομαι να μπορούσα να προσπεράσω όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και κάθομαι και παρατηρώ με τις ώρες... Να τα προσπεράσω. Να αφοσιωθώ στην "ζωούλα μου"... Αν το έκανα αυτό δεν θα ήμουν πια εγώ. Δεν ξέρω αν θα με γούσταρα.
Εδώ που κάθομαι βλέπω ένα μικρό κομμάτι της Πατησίων... στο έχω ξαναπεί.. σωστά? Πιάνω τον εαυτό μου να σταματάω τα πάντα, λίγο πριν εκραγώ από την πίεση, και να παρατηρεί τους πεζούς... Πρόσωπα λυπημένα, πρόσωπα χαμογελαστά, άλλες φορές βιαστικοί... Τι τρέχουμε να προλάβουμε τελικά? Και άντε και τρέχουμε σου λέω εγώ... το φτάνουμε ποτέ?? Στριμωγμένοι σε λεωφορεία και φανάρια κόκκινα... Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω στην αγαπημένη μου παραλία. Χιλιόμετρα μακριά.. Όχι γιατί κάνει ζέστη. Όχι για αυτό. Για την αίσθηση της άμμου στα χέρια μου, για το ιώδιο στα πνευμόνια μου και για το γαλάζιο που θα τραβάει το βλέμμα μου.
Όλοι όσοι έρχονται σε μένα, μου ζητάνε διακοπές. Φτηνά πακέτα. Όσο πιο μακριά γίνετε. Πρέπει να τους χαμογελάω... το θέλω βασικά. Μου αρέσει. Γουστάρω τρελά, όταν έχουν εκείνο το βλέμμα.. ξέρεις.. εκείνο που αν και μόλις πλήρωσες του κόσμου τα λεφτά, έχεις στα χέρια σου τα εισιτήρια και το voucher του ξενοδοχείου και τα χαζεύεις... και σχεδόν,σχεδόν χαμογελάς.... Μετά ανοίγουν την πόρτα και βλέπουν τον δρόμο και το βλέμμα φεύγει. Έτσι απλά. Περπατούν γρήγορα. Και μου φαίνεται πως κάτι ψιθυρίζουν... 15 ή 20 και σήμερα... σαν τους φαντάρους...
Καλημέρα σε όλους... Ακούστε και το τραγουδάκι...





i've been here all the time
as far as i know doing right
i've always waited for the moment
that you would come through my door
but this brought loneliness so far
i lay my hand onto my heart
is this the life i want to live
is this the dream i had of you

but this brought loneliness so far
i lay my hand onto my heart
is this the life i want to live
is this the dream i had of you
the dream i had of you

the dream i had of you

now i'm standing here alone
waiting on my own
for something that will fill the emptiness
inside the moment that you mind
but this is loneliness i know
i lay my hand onto my soul
is this what life has got to give
is this the dream i had of you

the dream i had of you

but this is loneliness i know
i lay my hand onto my soul
is this what life has got to give
is this the dream
the dream i had of you