τη βίασαν λέει. 18 φορές. και από τότε πέρασαν 15 χρόνια. Πόλεμος.
και τότε και μέσα της.
Ένα βράδυ που πάλι κοιμόταν από τον φόβο της ελαφρά, ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μαζί με τον σύζυγό της και εκείνη αναγνώρισε τη φωνή του βιαστή και βασανιστή της.
Περίμενε να κοιμηθει ο άντρας της, χτύπησε με - το κρυμμένο πάντα στο συρτάρι της - όπλο τον βιαστή και τον φίμωσε με το εσώρουχό της. Τον έδεσε έπειτα στην καρέκλα και έβαλε μουσική.....
'Επλενε τα ποτήρια και έκλαιγε μέσα της.
τραγουδαγε κάτι για υποσχέσεις. Μέσα της. Άφησε το ποτήρι να πέσει από τα χέρια της. Το άφησε να σπάσει και μετά κοιτούσε τα γυαλιά στο νεροχύτη. Πήρε ένα μικρό κομμάτι και άρχισε να κόβει τα χέρια της. Κάπου κάποτε, είχε διαβάσει ότι όταν κόβεις τον σώμα σου, ένα τμήμα της θλίψης απελευθερώνεται και φεύγει μαζί με το αίμα. Το δικό της αίμα.
Ξέπλυνε τα χέρια της, πηγε μέχρι το μεγάλο μπάνιο και τα σκούπισε στη μαύρη πετσέτα. Δεν μπήκε στον κόπο να καλύψει τις πληγές. Γιατί άλλωστε?
Τον ζήλευε παράφορα. Τον θεωρούσε κτήμα της και τμήμα της. Όχι αγάπη...κάτι άλλο. έλεγε το χέρι του χέρι της και το κορμί του κορμί της. Την χώρισε γιατί τον πίεζε λέει και τώρα βολτάρει με μια ξανθιά εκείνος. Εκείνη πέθανε. Μέσα της. Πέθανε.
Πήρε το μπουζούκι που είχε αφήσει στον καναπέ, τα κλειδιά από το τραπεζάκι που έκαιγε το καντήλι και έφυγε. Περπατούσε αργά για εκείνον, γρήγορα για όσους τον έβλεπαν. Έφτασε, έκατσε στο μάρμαρο και άρχισε να βρίζει .... μαλάκα! Με παράτησες μόνο μου! μετά τραγούδι.... "μες τη ζωή τα μπλέξαμε κι είμαστε παραβάτες..." Μαλάκα. Με άφησες μόνο μου.
Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Ωραία μάτια. Ωραίο κορμί. Καλή είναι και σήμερα. Τύλιξε ένα χρωματιστό φουλάρι στο λαιμό. Έμεινε να στέκεται για λίγο. Ήθελε να το σφίξει γύρω από το λαιμό της δυνατά. Ήθελε να μπορούσε, να είχε τη δύναμη να πνίξει το μέσα της. Αλλά όχι. Φυσικά δεν την είχε. Έβαλε κραγιόν και έφυγε για τη δουλειά.
Κράτησε το νιπτήρα με τα χέρια της. Πίεζε το κορμί της πάνω του και κοίταγε στον καθρέπτη. Κοίτα τι σου είναι μισό κιλό ρακί... δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει μια ξένη. μετά σκούπισε τα μάτια της προσεκτικά, να μη φύγει το μολύβι και βγήκε στο μαγαζί που ήταν γεμάτο κόσμο. Σκούντηξε το μέσα της... "έλα κυρία άγνωστη! χαμογελάμε τώρα!"
και τότε και μέσα της.
Ένα βράδυ που πάλι κοιμόταν από τον φόβο της ελαφρά, ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μαζί με τον σύζυγό της και εκείνη αναγνώρισε τη φωνή του βιαστή και βασανιστή της.
Περίμενε να κοιμηθει ο άντρας της, χτύπησε με - το κρυμμένο πάντα στο συρτάρι της - όπλο τον βιαστή και τον φίμωσε με το εσώρουχό της. Τον έδεσε έπειτα στην καρέκλα και έβαλε μουσική.....
'Επλενε τα ποτήρια και έκλαιγε μέσα της.
τραγουδαγε κάτι για υποσχέσεις. Μέσα της. Άφησε το ποτήρι να πέσει από τα χέρια της. Το άφησε να σπάσει και μετά κοιτούσε τα γυαλιά στο νεροχύτη. Πήρε ένα μικρό κομμάτι και άρχισε να κόβει τα χέρια της. Κάπου κάποτε, είχε διαβάσει ότι όταν κόβεις τον σώμα σου, ένα τμήμα της θλίψης απελευθερώνεται και φεύγει μαζί με το αίμα. Το δικό της αίμα.
Ξέπλυνε τα χέρια της, πηγε μέχρι το μεγάλο μπάνιο και τα σκούπισε στη μαύρη πετσέτα. Δεν μπήκε στον κόπο να καλύψει τις πληγές. Γιατί άλλωστε?
Τον ζήλευε παράφορα. Τον θεωρούσε κτήμα της και τμήμα της. Όχι αγάπη...κάτι άλλο. έλεγε το χέρι του χέρι της και το κορμί του κορμί της. Την χώρισε γιατί τον πίεζε λέει και τώρα βολτάρει με μια ξανθιά εκείνος. Εκείνη πέθανε. Μέσα της. Πέθανε.
Πήρε το μπουζούκι που είχε αφήσει στον καναπέ, τα κλειδιά από το τραπεζάκι που έκαιγε το καντήλι και έφυγε. Περπατούσε αργά για εκείνον, γρήγορα για όσους τον έβλεπαν. Έφτασε, έκατσε στο μάρμαρο και άρχισε να βρίζει .... μαλάκα! Με παράτησες μόνο μου! μετά τραγούδι.... "μες τη ζωή τα μπλέξαμε κι είμαστε παραβάτες..." Μαλάκα. Με άφησες μόνο μου.
Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Ωραία μάτια. Ωραίο κορμί. Καλή είναι και σήμερα. Τύλιξε ένα χρωματιστό φουλάρι στο λαιμό. Έμεινε να στέκεται για λίγο. Ήθελε να το σφίξει γύρω από το λαιμό της δυνατά. Ήθελε να μπορούσε, να είχε τη δύναμη να πνίξει το μέσα της. Αλλά όχι. Φυσικά δεν την είχε. Έβαλε κραγιόν και έφυγε για τη δουλειά.
Κράτησε το νιπτήρα με τα χέρια της. Πίεζε το κορμί της πάνω του και κοίταγε στον καθρέπτη. Κοίτα τι σου είναι μισό κιλό ρακί... δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει μια ξένη. μετά σκούπισε τα μάτια της προσεκτικά, να μη φύγει το μολύβι και βγήκε στο μαγαζί που ήταν γεμάτο κόσμο. Σκούντηξε το μέσα της... "έλα κυρία άγνωστη! χαμογελάμε τώρα!"