17 Ιαν 2008

Χωρίς Χαμόγελο.... 3

Την άλλη μέρα αξημέρωτο ακόμα, η Δώρα σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι που μοιραζόταν με την Ξανθή. Έπρεπε να αγοράσει ακόμα ένα ντιβάνακι σίγουρα. Τα δυο παμπάλαια που δανείστηκε από την αδελφή της, ίσα ίσα χωρούσαν την ίδια με τα μικρά της. Πριν βγει από το δωμάτιο κοίταξε τα μωρά της να κοιμούνται ακόμα. Έκανε μια βόλτα στο άδειο σπίτι και άνοιξε την μπαλκονόπορτα που έβλεπε στο πάρκο κάτω από το σπίτι. Κάθισε στην άβολη καρέκλα να βάλει σε μιαν τάξη τις σκέψεις τις.

Ο καφές ήταν σχεδόν πολυτέλεια σε ένα σπίτι που ούτε ποτήρια δεν είχε ακόμα. Είπιε λίγο νερό από το μπουκάλι και κοίταξε τα φώτα του πάρκου προσπαθώντας να ξυπνήσει το μυαλό της... δεν είχε ώρα να χαζολογάει.
Πως θα έβρισκε δουλεία?
Γνωστούς δεν είχε στην Αθήνα πέρα από την αδελφή της και ποτέ πριν δεν είχε ψάξει για δουλειά. "Εφημερίδα!!!!" σκέφτηκε και έτρεξε να ρίξει κάτι πάνω της να παει να πάρει μια από το περίπτερο.
Όταν πίσω στο σπίτι την άνοιξε, ξαφνιάστηκε από τον αριθμό των αγγελιών. Αν όλοι αυτοί θέλουν υπαλλήλους τότε σήμερα κάτι θα βρω δεν μπορεί, σκέφτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει μία μια τις αγγελίες.

Πότε πέρασαν 6 μέρες μέσα στους δρόμους της Αθήνας, δεν κατάλαβε και ακόμα δουλεία δεν είχε βρει! Δεν το χώραγε το κεφάλι της! " Μα καλά, γυναίκες δεν έχουν στην Αθήνα?" Παραπονιόταν η Δώρα στην Διονυσία πάνω στο μέτρημα των "αφεντικών" που σχεδόν της χίμηξαν κατά την διάρκεια της υποτιθέμενης συνέντευξης. Η Διονυσία γελούσε με το ύφος της και η Δώρα φούντωνε ακόμα περισσότερο!
-Ααα, όλα κι όλα φουλάκι, μάνα είμαι και τέτοια δεν σηκώνω. Ανάγκη, ανάγκη αλλά δεν θα μας πηδήξουμε κιόλας! Άκρη με τα γραφεία και τις εταιρίες δεν με βλέπω να βγάζω. Από την Δευτέρα κοιτάω για παραδουλεύτρα και πάει και τελείωσε! Δεν θα αφήσω τα παιδιά μου να πεινάσουνε...
-Δώρα στάματα και δεν μπορώ να σε ακούω να λες χαζομάρες!!! Τι περίμενες μου λες?? Ένα λύκειο έχεις βγάλει. Σιγά σιγά να συνεχίσεις να ψάχνεις και κάτι θα βρεθεί. Δε μου λες? Η κουμπάρα σου, η Χαρούλα, στην Αθήνα δεν ζει με τον άντρα της?

Η Δώρα σχεδόν πήδηξε από την καρέκλα της. Η Χαρά!! Μα πως δεν το είχε σκεφτεί? Από το νηπιαγωγείο αχώριστες. Λάδι στο παιδί της είχε βάλει, σπουδαγμένη ήταν, χρόνια στην Αθήνα και στα Αρχιτεκτονικά γραφεία, κάτι θα είχε υπ όψιν της. Την Δευτέρα θα πήγαινε να την συναντήσει!


Με κόπο έπεισε τα αδέλφια της να ξαπλώσουν η Ξανθή. Ήταν μεσημέρι και η Δώρα της είχε δείξει πως να το καταλαβαίνει από τους δείκτες του ρολογιού. Της είχε πει ότι το μεσημέρι στην Αθήνα δεν πρέπει να ακούγονται φωνές και έτσι το παιχνίδι είχε αποκλειστεί από το πρόγραμμα. Η μόνη λύση ήταν ο ύπνος για τα αδέλφια της. Η ίδια θα περίμενε την Δώρα, όπου να΄ναι θα φαινόταν. Έφαγε λίγο από το φαΐ που είχε στο φούρνο η Δώρα. Είχε κρυώσει αλλά τι να έκανε? Δεν ήξερε να μεταχειρίζεται τον φούρνο να το ζεστάνει. Ο μικρός ίσα που τσίμπησε λίγο και μετά ούτε με το ζόρι δεν έτρωγε. Έμεινε νηστικός. Κάτι έπρεπε να κάνει να βοηθήσει την μάνα της. Έπρεπε να μάθει να τα χειρίζεται αυτούνα τα περίεργα μηχανήματα και να μάθει να μαγειρεύει να τρώνε ζεστό φαΐ τα παιδιά όσο λείπει η Δώρα. Από την άλλη δεν έφτανε και αυτήν την καταραμένη την κουζίνα.... Πήρε να αδειάζει βιαστικά τα τουβλάκια από το πλαστικό τους κουβαδάκι και να τα βάζει σε μια πλαστική σακούλα. Έτρεξε πίσω στην κουζίνα και τον ακούμπησε κάτω ανάποδα.
Μπράβο μου! Χαμογέλασε ικανοποιημένη, με τα χέρια στην μέση, όπως καθόταν η γιαγιά της όταν καμάρωνε τα λουλούδια του κήπου της, που μόνη της είχε αναστήσει. Τώρα θα φτάνω και την κουζίνα και τον νεροχύτη!

Τράβηξε τα μάτια της από το κουβαδάκι όταν άκουσε κλειδιά στην πόρτα."Μαμά..." ψιθύρισε και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, για να μην ξυπνήσει τα παιδιά, έτρεξε μέχρι την πόρτα και έριξε το λιγοστό βάρος της πάνω στο ξύλο!

-Ποιος είναι εκεί? ρώτησε παιχνιδιάρικα η Ξανθή
-Η μαμά είμαι Ξανθή μου, χαμογέλασε η Δώρα
-Ψέματα! Η μαμά μου είναι στο δρόμο, ψάχνει για δουλειά και μου έχει πει να μην ανοίγω σε αγνώστους! κρυφογελουσε τώρα η Ξανθή
-Μα η μαμά είμαι... συνέχιζε το παιχνίδι η Δώρα

-Δεν σε πιστεύω!!!! Δείξε μου τα ποδαράκια σου....

Δεν υπάρχουν σχόλια: