19 Δεκ 2007

Χωρίς χαμόγελο....

Ξανθή τη λέγανε και της ταίριαζε πολύ...
Ξανθιά και αυτή με μεγάλα μάτια, κατηφορικά , που έμοιαζαν από την γέννα της θλιμμένα όταν απλά, δεν χαμογελούσε. Λευκή και αφράτη, σαν τα στρωσίδια που ετοίμαζε η μάνα της κάθε πρωί στην κούνια της.
Με τραγούδια και γέλια μεγάλωσε κοντά στους συγγενείς και κρυφά, με κλάμα και λυγμούς όταν έμενε μόνη με τη μανα της. Ήταν οι ώρες που περνούσαν μαζί, οι βρεγμένες με χίλια χρώματα δακρύων που έμελλε να τις δέσουν γερά τις δυο τους με διάφανα σχοινιά.
Τον πατέρα της δεν τον έβλεπε σχεδόν καθόλου, κι όταν εκείνος άνοιγε την πόρτα του σπιτιού τους , ενώ εκείνη έπαιζε ανέμελα στο σαλόνι τους, έτρεχε και κρυβόταν στα φουστάνια της μάνας της και μόνο μετά από το καθησυχαστικό της βλέμμα τον πλησίαζε. Δεν τον γνώριζε. Μπορεί επειδή δεν την άφηνε ο ίδιος μπορεί γιατί όπως ήρθαν τελικά τα πράγματα να ήταν καλύτερα να μην τον μάθει ποτέ της.... Ένα ήξερε και αυτό από την μάνα της... είναι καλός άνθρωπος....
Τις μέρες που δεν είχε σχολείο, την έστελνε η μάνα της για θελήματα. Φορούσε τα ρουχαλάκια της καθαρά, προσεγμένα. Φορούσε και τον μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά και περνούσε πρώτα να αγοράσει τι ήτανε που της είχε πει η μάνα της , και μετά από το περίπτερο του κυρ Σπύρου. Του έδινε 5 δραχμές και της έδινε πέντε μεγάλες τσίχλες.. έτσι ήταν η συμφωνία.
Στο δρόμο την χαιρετούσαν όλοι. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ήταν συγγενείς... χωριό βλέπεις....
Ένα κοριτσάκι που γέλαγε συνέχεια. Έλεγε ευχαριστώ με την πρώτη ευκαιρία και πρόσεχε να μην λερώσει τα ρουχαλάκια της όσο κρατούσε το παιχνίδι.... και είχε πολύ παιχνίδι στο χωριό της Ξανθής!! Ζωντανό χωριό....
Πριν καλά καλά κλείσει τα πέντε της χρόνια, η Ξανθή είχε τρία ακόμα αδελφάκια. Περίεργο.... πάλι μόνο μαζί της έκλαιγε η μάνα της... και εκείνη , παιδάκι καθώς ήταν της χάιδευε τα μαλλιά και της ζητούσε να της πει τι την απασχολούσε.... Και η Δώρα της τα λεγε γιατί και αυτή παιδί ήτανε και δεν ήξερε.... να ξελαφρώσει ήθελε... ήταν μόνο 24 χρονών και το κοριτσάκι της κόντευε 6....
Της έλεγε που πήγαινε σχολείο και που την χτύπαγε η μάνα της και που αγάπησε πολύ κάποιο αγόρι και που ο πατέρας της, το απαγόρευσε και ήθελε να την πάντρεψει γρήγορα, όσο μπορούσε ακόμα να την κάνει καλά... γιατί μπορεί να φαινόταν αδύναμη η Δώρα στους πολλούς, αλλά ο πατέρας της έβλεπε την φλόγα στα μάτια και φοβόταν πως αν δεν την παντρέψει γρήγορα,φωτιά θα βάλει στο σπίτι του....
Και την πάντρεψε, τυχερή μέσα στην ατυχία της, με άνθρωπο καλό, που όμως και εκείνος πριν αγάπαγε μιαν κοπέλα και όπως ο πατέρας της Δώρας, έτσι και η μάνα του Πέτρου, τον πάντρεψε με κάποια άλλη που αυτή θεωρούσε κατάλληλη...
"Από δυο πληγές ανοιχτές γεννήθηκες" έλεγε η Δώρα στην Ξανθή και έτσι ήταν. Φωνές και ζόρια δεν είχε το σπίτι τους... οι φωνές θέλουν συναίσθημα και ανάμεσα στο ζευγάρι το μόνο που υπήρχε ήταν συμβιβασμός και μουγκή κατανόηση...
Έτσι μεγάλωσε η Ξανθή. Δίπλα στην θάλασσα, δίπλα στα βουνά, ανάμεσα δηλαδή. Και έτσι έμαθε να ζει, ανάμεσα σε τύχη και κακοτυχία, φωνή και ησυχία, αγάπη και συμβιβασμό...
Ανάμεσα σε αυτό που αισθανόταν και σε αυτό που θα άφηνε τους άλλους να καταλάβουν γιατί της το 'χε πει πολλές φορές η Δώρα "ότι καταφέρεις, θα το καταφέρεις μόνη σου. Δεν θα τρέξει κανείς να σε βοηθήσει και να μη περιμένεις"
Κάποια στιγμή γύρω στα εφτά της συνειδητοποίησε ότι η μάνα της δεν κλαίει μαζί της πια... κάτι δεν πήγαινε καλά... ήταν μωρό όμως και οι φίλοι της χτυπούσαν το κουδούνι.
Κόσμος πολύς στο σπίτι της πήγαινε τον τελευταίο καιρό και η μανά της κλεισμένη στις σκέψεις της και στην μαγειρική της.... Άρχισαν να λείπουν τα ρούχα που η Ξανθή ζητούσε να φορέσει στο σχολείο. Η Δώρα της φόραγε άλλα και την αγρίευε ότι δεν έχει καιρό να τσακωθεί μαζί της τώρα
Κάθε μέρα του καλοκαιριού την περνούσαν στην θάλασσα οι πέντε τους. Η Δώρα με τα παιδιά. Έλειπαν όσο το δυνατό περισσότερες ώρες από το σπίτι, ώσπου μια μέρα αντί να φορέσει το μαγιό της το πρωί η Ξανθή, η Δώρα την έντυσε κανονικά όπως και τα αδέλφια της. Έφτιαξε μια μεγάλη τσάντα με πράγματα και έβαλε τα μικρά παιδιά στο αυτοκίνητο. Η Ξανθή δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα αλλά ένιωθε την ανησυχία
περίμενε στην είσοδο του σπιτιού την σειρά της να μπει στο αυτοκίνητο. Πάντα έμπαινε τελευταία για να κάτσει δίπλα στο παράθυρο και να προσέχει τα αδέλφια της.
Η Δώρα μπήκε στην είσοδο και κοίταξε το απορημένο βλέμμα της Ξανθής. Δεν χαμογελούσε και από μόνο του αυτό έκανε το παιδί να μοιάζει λυπημένο.
Έκατσε στα γόνατα να φτιάξει τα ρούχα της Ξανθής και δεν την κοιτούσε, κοιτούσε κάτω όταν άκουσε την φωνή της. "Που πάμε μαμά?"
Όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν, η Δώρα έμοιαζε με ζωντανή πυρκαγιά ολόκληρη.
"Μωρό μου φεύγουμε, και κανείς δεν ξέρει που θα πάμε... θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Από δω και πέρα εγώ θα είμαι ο μπαμπάς και εσύ η μαμά και θα προσέχουμε τα μωράκια μας στην Αθήνα. Πρέπει να με βοηθήσεις γιατί κανείς άλλος δεν δέχτηκε... είμαστε οι πέντε μας, θα το κάνεις?"
"Θα είμαστε χαρούμενοι εκεί που θα πάμε μαμά?... ή μάλλον μην μου πεις. Θα είμαστε το ξέρω....."
Δάκρυσε η Δώρα, την πήρε αγκαλιά και την έβαλε και αυτή στο αυτοκίνητο. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε πρώτη φορά μόνη της για την Αθήνα.
Το σπίτι, η προίκα της, είχε ξενοικιαστεί αλλά δεν είχε έπιπλα χαλιά και ρούχα τα είχε φυγαδέψει σιγά σιγά για την Αθήνα.... πέντε μήνες το σχεδιάζει και τώρα όλα είναι έτοιμα!
"Ξεκινάμε μωρά μου.....?"




Συνεχίζεται...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μερικές ιστορίες μας αγγίζουν, και άλλες περνάν αδιάφορες. Αυτή ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ανυπομονώ για τη συνέχεια...