Ήταν απόγευμα όταν τελικά έφτασαν στην Αθήνα.
Τα μικρά παιδιά κοιμόντουσαν και η Ξανθή κοιτούσε γεμάτη θαυμασμό τα μεγάλα κτήρια που αργότερα θα μάθαινε ότι τα λέγανε πολυκατοικίες.
Βγήκαν από τον μεγάλο δρόμο σε ένα πιο μικρό και πάλι μετά σε πιο μικρό. Κατέληξαν σε μια πλατεία γεμάτη φοίνικες, με σπίτια γύρω γύρω.
Η αδελφή τς Δώρας φάνηκε από μια πόρτα και το αυτοκίνητο σταμάτησε για πρώτη φορά. Ή Ξανθή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο γρήγορα και έπεσε στην αγκαλιά της.
Αν και η Διονυσία με την Δώρα ήταν αδελφές, δεν έμοιαζαν καθόλου. Η μέρα με την νύχτα. Η Δώρα καστανόξανθη με μεγάλα μπλε μάτια, καμαρωτό σώμα και η Διονυσία μελαχρινή με μαύρα μάτια, από τις γυναίκες που πρέπει να τις κοιτάξεις δύο φορές για να μπορέσεις να βρεις κάτι που την ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες.
Ανέβηκαν στο σπίτι και κάθισαν στο μικρό τραπεζάκι στο μπαλκόνι για να βλέπουν τα παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία κάτω από το σπίτι. Κοιτούσαν και οι δύο αμήχανες μια το πάτωμα, μια τα δεντράκια και έψαχναν λέξεις να πούνε. Πρώτη ξεκίνησε η Διονυσία.
- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα? Τέσσερα παιδιά δεν είναι αστείο Δώρα.. μη γελιέσαι!
Η Δώρα την κοίταξε στα μάτια και έμεινε σιωπηλή για λίγο. Μετά χαμογέλασε...
- Ούτε εσύ πστεύεις ότι θα τα καταφέρουμε, έτσι δεν είναι?.... Ή μάλλον άσε, μην μου απαντάς. Σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για την βοήθειά σου... Τώρα πρέπει να βρω μια δουλεία ή δύο ή όσες χρειαστεί τέλος πάντων...
Αυτή ήταν η έννοια της από την ώρα που σκέφτηκε το "σχέδιο απόδρασης" όπως το είχε ονομάσει. Η μάνα της και ο πατέρας της έψαχναν μέρος να κρυφτούνε όπως χαρακτηριστικά της είχαν δηλώσει όταν η Δώρα τους ζήτησε λίγα χρήματα για το νέο της ξεκίνημα. Ο Πέτρος την καταλάβαινε σίγουρα αλλά δεν θα της έδινε χρήματα ... σε λίγο καιρό άλλωστε, όλοι θα μάθαιναν για τις "περίεργες δουλειές" που είχε ανοίξει εκμεταλλευόμενος την θέση του στην τράπεζα. Έστω κι αν ο ίδιος δεν είχε παραδεχτεί ποτέ τίποτα, η Δώρα όλα τα είχε καταλάβει. Έβλεπε τα λεφτά που έμπαιναν στο σπίτι τους, τις άδειες που αρνιόταν ο Πέτρος να πάρει από την δουλειά του τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Ω.. σίγουρα κάτι γινόταν! Ευτυχώς που είχε φυλάξει κρυφά κάτι λεφτουδάκια και μπόρεσε να φύγει με τα παιδιά αλλά και αυτά είχε πει ότι ήταν μόνο για μια ανάγκη μεγάλη! Έπρεπε να βρει δουλειά και γρήγορα μάλιστα.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε ο σιγανός αναστεναγμός της Διονυσία που τόση ώρα την παρακολουθούσε βουβά.
- Αδελφή, μπορείς αύριο να μείνεις με τα παιδιά για μερικές ώρες? Δεν θα σου δημιουργήσουν πρόβλημα, σίγουρα! Η Ξανθή μπορεί να τα κουμαντάρει αλλά, να, μήπως θέλουν να φάνε κάτι. Αυτό μόνο!
- Η Ξανθή?? Τι λες? Το παιδί θα αφήσεις? Θα τα προσέχω εγώ.... Άκου η Ξανθή τα κουμαντάρει... ας γελάσω!
Η πλατεία γέμισε με τα δυνατά γέλια της Δώρας... " - Να 'σαι καλά φουλάκι! Με έκανες και γέλασα μέσα στις πίκρες μου! Να 'σαι καλά!!"
Όταν ηρέμησε κάπως, κοίταξε το απορημένο ύφος της Διονυσίας
- Αδελφή μη με κοιτάς έτσι! Μάλλον λείπεις πολύ καιρό από το χωριό και δεν την είδες που μεγάλωσε! Η Ξανθή και σένα μπορεί να κουμαντάρει άμα το βάλει στο μυαλό της... θα το δεις και αύριο μόνη σου δεν σου λέω άλλα!
Την σιωπή και πάλι έλυσε η Δώρα...
- Τι διεύθυνση έχει εδώ? Πρέπει να την ξέρω τώρα μήπως χρειαστεί να την δώσω πουθενά. Αύριο μπορεί να βρω δουλειά...
Με δυσπιστία η Διονυσία της απάντησε
- Δεν ξέρω αν θα βρεις αύριο δουλεία, αν και στο εύχομαι δηλαδή! Καραολή 1, Περιστέρι, Νέα Ζωή είναι η διεύθυνση.
Νέα Ζωή χαμογέλασε η Δώρα....
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου